Μάθιου ΜακΚόναχι:Πώς το αγόρι της αφίσας έγινε ο «κύριος Οσκαρ»



  


Ο Μάθιου ΜακΚόναχι κατάφερε επιτέλους να σκοτώσει «αυτόν τον ωραίο ξανθό με το ηλιοκαμένο σώμα και τους κοιλιακούς» και να αναγεννηθεί ως «ο βραβευμένος με Οσκαρ ΜακΚόναχι». Και δεν ντρέπεται να μιλήσει γι’ αυτό

«Μου άρεσε η ταινία. Μου άρεσε αυτός ο τύπος. Δεν σε συνέλαβα να υποκρίνεσαι, ΜακΚόναχι. Ξέχασα ότι ήσουν εσύ, ΜακΚόναχι». Αυτή ήταν απάντηση του Μάθιου ΜακΚόναχι όταν κατά τη διάρκεια της τελευταίας του ενδοσκόπησης -κάτι που συνηθίζει από την αρχή της καριέρας του- αναρωτήθηκε: «Πώς τα πας τώρα τελευταία, ΜακΚόναχι;». Ναι, ο Μάθιου ΜακΚόναχι μιλάει για τον εαυτό του στο δεύτερο πρόσωπο, όταν διηγείται ιστορίες τού αρέσει να τις διανθίζει με μικρές -ή και μεγαλύτερες- λεπτομέρειες κι ας απομακρύνονται από την πραγματικότητα και είναι πολύ πιο εγκεφαλικός απ’ ό,τι υποθέταμε όταν τον βλέπαμε σε ταινίες όπως το «Πώς να χωρίσετε σε δέκα μέρες» με το βρεγμένο του T-shirt να κολλάει πάνω στους διάσημους κοιλιακούς του. Αυτούς, δηλαδή, που πρόθυμα θυσίασε στον βωμό της στρυφνής φυλής των κριτικών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών (βλ. Βραβεία Οσκαρ) που διψούν για ρόλους σαν κι αυτόν τον οποίο ο Μάθιου ενσάρκωσε στο «Dallas Buyers Club», χάνοντας περισσότερα από 20 κιλά. Ο ρόλος του Ρον Γούντρουφ, του οροθετικού καουμπόη από το Τέξας που πεθαίνει, ήταν ό,τι ακριβώς και ο ρόλος του παράλυτου βετεράνου με αρχές καράφλας στο «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» για τον Τομ Κρουζ, ο οποίος είχε γίνει γνωστός στην εποχή του επίσης από ρομαντικές κομεντί που ακολουθούν το μοτίβο «κορίτσι ερωτεύεται αγόρι, αγόρι ερωτεύεται κορίτσι, αγόρι κάνει μπούρδα και χωρίζουν, αγόρι εκλιπαρεί για συγχώρεση, κορίτσι συγχωρεί αγόρι, παντρεύονται και ζουν ευτυχισμένοι». Ετσι, το «Dallas Buyers Club» αποδείχθηκε εισιτήριο για τη «σοβαρή» ηθοποιία. Προπονητής του σε αυτό το δύσκολο έργο της αντίστροφης μεταμόρφωσης από πεταλούδα σε κάμπια ήταν ο μάστερ του είδους Τομ Χανκς.



Ο ίδιος ο ΜακΚόναχι αποκαλύπτει ότι έστελνε φωτογραφίες με την πρόοδό του στην αποστέωση στον παραγωγό της ταινίας και τον είχε τρομάξει. Γι’ αυτόν ήταν απλώς θέμα προσήλωσης στον στόχο. Δεν του άρεσε να βλέπει πια τις ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε, αν και του άφηναν τεράστια ποσά ζεστών δολαρίων στον τραπεζικό του λογαριασμό. Αλλά αυτό δεν ήταν -πια- το θέμα. Το ότι λίγο πριν κάνει το πέρασμα από το «ελαφρύ λαϊκό» στο «έντεχνο ποιοτικό» -με παύση δύο περίπου ετών- είχε απορρίψει μια πρόταση 15 εκατ. δολαρίων δείχνει το μέγεθος της αποστροφής του για τα φιλμ τα οποία τον είχαν αναδείξει στο δημοφιλέστερο... διακοσμητικό τοίχων εφηβικών δωματίων για μια ολόκληρη δεκαετία. Παραδόξως, η ελκυστική του εμφάνιση δεν αποτέλεσε ποτέ τροχοπέδη, δεν τον έκανε να επαναπαυθεί στις δάφνες του ωραίου. Αλλωστε, μέχρι και το τέλος του σχολείου στο Λόνγκβιου του Τέξας τα επαγγελματικά του όνειρα δεν περιλάμβαναν χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, αφού είχε ήδη γίνει δεκτός στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τέξας. «Μεταπήδησα στο Τμήμα Κινηματογράφου κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή», αποκαλύπτει σε συνεντεύξεις του. 



«Ετρεμα για την αντίδραση των γονιών μου. Είχα ανατραφεί με τη νοοτροπία να βρω μια καλή δουλειά, να δουλέψω και να κερδίσω μια θέση στην κοινωνία, να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Με εξέπληξαν όταν μου είπαν ότι εφόσον είχα αποφασίσει πως αυτό ήθελα να κάνω, να πάω και να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ». Ισως να του είχαν αδυναμία καθώς είχε προστεθεί στην οικογένεια μια δεκαετία αργότερα από τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του, ίσως πάλι και να ήταν αναμενόμενο, αλλά ο ίδιος να μην μπορούσε να το καταλάβει καθότι μέλος αυτής της μάλλον ιδιόρρυθμης οικογένειας. Πόσο συνηθισμένο είναι άραγε δύο άνθρωποι με τρία αγόρια να χωρίζουν, να ξαναπαντρεύονται, να ξαναχωρίζουν και να ξαναπαντρεύονται μέσα σε μια εικοσαετία; Και ακόμη τα παιδιά να μην έχουν ιδέα για τις αλλαγές αυτές παρά να νομίζουν ότι η μαμά τους έχει πάει -και στα δύο διαζύγια- παρατεταμένες διακοπές για ξεκούραση! Αν μη τι άλλο, ήξεραν τι σημαίνουν οι όροι «προσωπικές επιλογές» και «ελευθερία να ορίζεις την τύχη σου». Ακόμα και όταν επρόκειτο για τα παιδιά τους. Και το είχαν αποδείξει ήδη όταν λίγα χρόνια νωρίτερα τους είχε ζητήσει να πάει με μαθητικό πρόγραμμα στην Αυστραλία για μια ολόκληρη χρονιά, την οποία πέρασε κάνοντας δουλειές του ποδαριού, όπως βοηθός εργάτης σε φάρμες και λαντζέρης. Η «Κ-Μακ», όπως ήταν το παρατσούκλι της δασκάλας μαμάς του, και ο «Μπιγκ Τζιμ», όπως φώναζαν τον πατέρα του ο οποίος είχε βενζινάδικο, είχαν κανόνες στο σπίτι τους. «Ο μπαμπάς μου ήταν λιγομίλητος. Ελεγε: “Μη λες ψέματα και μη λες “δεν μπορώ”», αναφέρει ο ΜακΚόναχι σε πρόσφατες δηλώσεις του. «Η μαμά μου, από την άλλη, μου έμαθε να βλέπω τη ζωή σαν ένα τριαντάφυλλο σε βάζο, σαν κάτι όμορφο. Αν ξυπνούσα κατσουφιασμένος, μου έριχνε μια σφαλιάρα στο κεφάλι και με έβαζε να ανέβω ξανά στο δωμάτιό μου και να ξαναρχίσω τη μέρα μου με καλή διάθεση αυτή τη φορά. Οσο ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό έπρεπε να είμαστε έξω, να μαθαίνουμε τη ζωή. Δεν μας άφηνε να βλέπουμε τηλεόραση, ούτε να πηγαίνουμε στον κινηματογράφο κατά τη διάρκεια της μέρας. “Ακόμα και όταν βρέχει, έχει λιακάδα! Θα σε βλάψει η βροχή;” έλεγε. Κάτι που επίσης θυμάμαι είναι ότι μου έμαθε να σέβομαι τις γυναίκες», καταλήγει. 



Στα 44 χρόνια του ο Μάθιου ΜακΚόναχι φαίνεται πως δεν ξέχασε στιγμή τις συμβουλές της μητέρας του. Η λίστα με τις κατακτήσεις του ατίθασου Μάθιου μοιάζει με casting κάποιου blockbuster: Ασλεϊ Τζαντ, Σάντρα Μπούλοκ, Σάλι Ρίτσαρντσον, Πενέλοπε Κρουζ είναι κάποιες μόνο από τις γνωστές σχέσεις του. Και φυσικά δεν έλειπαν και τα πιο επιπόλαια φλερτ. Χώριζε όμως πάντα διακριτικά. Και ήσυχα. Το μόνο καταγεγραμμένο σκάνδαλο το οποίο μπορεί να βρει κανείς για τον ΜακΚόναχι αφορά τη νύχτα που πέρασε στο κρατητήριο, όταν ύστερα από καταγγελία γειτόνων για φασαρία στις δύο τα ξημερώματα οι αστυνομικοί που έφτασαν στο σπίτι του στο Τέξας τον βρήκαν ολόγυμνο να παίζει μπόντζο μαζί με έναν φίλο του ενώ είχαν κάνει και χρήση μαριχουάνας. Ηταν το καλοκαίρι του 1998. Ο ίδιος λέει πως είναι ένα περιστατικό το οποίο τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα και συμπληρώνει χαριτολογώντας ότι εξακολουθεί να παίζει μπόντζο γυμνός, μόνο που πλέον το κάνει σε λογικές ώρες και κλείνει τις κουρτίνες. Αραγε να έπαιξε και αυτό τον ρόλο του στον χωρισμό του με την τότε αγαπημένη του Σάντρα Μπούλοκ; Μάλλον όχι, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια του «Gravity» διατηρεί στενή σχέση με τη νυν γυναίκα του Καμίλα Αλβες. 


Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι δυο τους κανονίζουν συχνά και πηγαίνουν μαζί τα παιδιά τους στον ζωολογικό κήπο ή σε παιδικές παραστάσεις. Η Σάντρα με τον υιοθετημένο γιο της, Λούις, και η Καμίλα με τα τρία πλέον παιδιά που απέκτησε με τον Μάθιου. Το εξωτικό μοντέλο από τη Βραζιλία και ο γόης των ελαφρών κομεντί είχαν γνωριστεί σε ένα μπαρ στο L.A. το 2006 και δεν άργησαν να γίνουν ζευγάρι. Το 2008 είχαν ήδη το πρώτο τους παιδί, τον πεντάχρονο Λιβάι. Το 2010 ακολούθησε η κόρη τους Βίντα. Μεσολάβησε ο αρραβώνας τους το 2011 και λίγο μετά τον γάμο τους την επόμενη χρονιά έγιναν για ακόμη μια φορά γονείς με τον μικρό Λίβινγκστον. Ισως δε σύντομα να ανακοινώσουν και τον ερχομό του τέταρτου παιδιού τους, αφού η μόνη δήλωση που έκανε η εντυπωσιακή Καμίλα μετά την τελετή απονομής των Οσκαρ ήταν η εξής: «Δεν θα μείνουμε στο πάρτι για πολύ... Θέλω να πάμε στο σπίτι, να κάνουμε ακόμη ένα μωρό». Απλά, λιτά και απέριττα.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου