Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Πρωταγωνιστούν: Όουεν Γουίλσον, Λέα Σεϊντού, Ρέιτσελ Μακάνταμς
H κριτική του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου για την ταινία της εβδομάδας
Όταν ο Γούντι Άλεν γύριζε το What’ s new pussycat στο Παρίσι πριν από 45 χρόνια ήθελε ν’ αγοράσει ένα διαμέρισμα στην Πόλη του Φωτός. Δεν το έκανε, το μετάνιωσε και τώρα επιστρέφει για να ξεπλύνει τις τύψεις του διά της δημιουργικής οδού του κινηματογράφου, με την ιστορία ενός σεναριογράφου του Χόλιγουντ που κάνει διακοπές με τη νευρική μνηστή του κι ερωτεύεται το Παρίσι. Βασικά, μαγεύεται απ’ το Παρίσι μετά τα μεσάνυχτα όταν, πέρα από κάθε λογική, ανοίγουν οι κρυφές πόρτες του χρόνου κι επισκέπτεται έναν κόσμο που πάντα ονειρευόταν: τα σαλόνια όπου φιλοξενούνταν ο Χέμινγουεϊ, ο Φιτζέραλντ, η Γερτρούδη Στάιν (δηλαδή οι λογοτεχνικοί του ήρωες, θυμίζοντάς του το απωθημένο του συγγραφέα που ματαιώθηκε απ’ την εύκολη μπάζα του σινεμά), αλλά και όλοι οι καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου, απ’ τον Νταλί μέχρι τον Κόουλ Πόρτερ.
Με το που βγαίνει από την πόρτα, τον περιμένει η πραγματικότητα. Ένα Παρίσι ερωτεύσιμο μεν, αλλά χωρίς την αίγλη και τον πυρετό που προέρχεται από τις γιγαντιαίες προσωπικότητες που εντελώς φυσικά έγιναν φίλοι και συνομιλητές του. Στη γωνία καραδοκεί η νοσταλγία, μια άτιμη παγίδα που ξεγελάει τις ρομαντικές ψυχές που την μπερδεύουν με τα χαμένα ιδανικά και τα τραυματισμένα όνειρα, όταν η πραγματικότητα σκληραίνει και ο χρόνος κονταίνει.
Για να ξεδιαλύνει τη χίμαιρα του καλώς καμωμένου παρελθόντος (ah, the good old days…), ο Γούντι Άλεν προσθέτει στην ίντριγκα μια πλανεύτρα στη νύχτα, την Αντριάνα, την οποία υποδύεται η Μαριόν Κοτιγιάρ. Είναι επίδοξη σχεδιάστρια μόδας, ασαφής και ρευστή, μούσα καλλιτεχνών, μια ταξιδιάρα ψυχή, η οποία, αντίθετα απ’ τη μνηστή του Ζιλ, την Ινέζ, δεν ξέρει τι θέλει, αλλά βρίσκει την ευαίσθητη χορδή του παρ’ ολίγον συγγραφέα. Τον προσκαλεί στην αγαπημένη της περίοδο, την Βelle Εpoque. Αν ο Ζιλ την ακολουθήσει, μπαίνει σε μια νέα περιπέτεια, ένα ακόμη πισωγύρισμα. Το νόημα είναι πως η συνεχής όπισθεν δεν είναι παρά μια μετακύλιση ευθυνών, μια απόδραση που, όπως και στο Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου (ταινία εσωτερικού δανεισμού με το Μεσάνυχτα στο Παρίσι), υπενθυμίζει στον ήρωα πως τ’ όνειρο κρατάει όσο και η μαγική λυχνία και θα πρέπει να προλάβει να το εξαργυρώσει μ’ ένα πραγματικό αίσθημα.
Μετά από μερικές καλές και απλά ικανοποιητικές ταινίες, ο Γούντι Άλεν επιστρέφει με μια πλήρη, ανάλαφρη τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου. Στον ρόλο του Ζιλ, ο Όουεν Γουίλσον φέρνει μια μικρή αλλαγή στον πρωταγωνιστή. Δεν προέρχεται απ’ την Ανατολική Ακτή, δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά του Νεοϋορκέζου nerd ή την εβραϊκή αγωνία και την επακόλουθη κωμική αυτο-αποδοκιμασία. Είναι γνήσιο παιδί της χολιγουντιανής αφέλειας - της αδυναμίας να κατακτήσει την κουλτούρα. Ωστόσο, ο Γούντι Άλεν βρίσκεται παντού στην ταινία Μεσάνυχτα στο Παρίσι. Ο Ζιλ δεν βγάζει τη γλώσσα στην κουλτούρα που θαυμάζει ούτε προσπαθεί να τη δαμάσει, όπως θα έκανε ένας παραγωγός του Χόλιγουντ, προκαλώντας και εκχυδαΐζοντάς την. Παρασύρεται ως γνήσιος ρομαντικός και μπαίνει μπροστά στα διλήμματά του, με υπαρξιακό/σατιρικό τρόπο.
Ακόμη και αντιμέτωπος με τον έρωτα, σκύβει και σκέφτεται. Η ματιά του Άλεν, κλισέ και τρυφερή, αντικατοπτρίζει τον μέσο Αμερικανό που, παρά την οικονομική του επιτυχία, συγκινείται απ’ τον πολιτισμό, νιώθοντας ενδεχομένως τύψεις που δεν γεννήθηκε από αυτόν, άρα υστερεί στην επεξεργασία των γνώσεων αλλά και των αισθημάτων. Ο Άλεν, χωρίς να το κάνει θέμα, είναι από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από την ευρεία έννοια της κουλτούρας, να μη δείχνει υπεράνω και να τοποθετεί τον εαυτό του ή εκείνους που γνωρίζει και καταλαβαίνει σε καταστάσεις άγνωστες κι εξωτικές. Κι όταν το κρίνει σκόπιμο, όπως εδώ, απελευθερώνει μαγεία για να διαθλάσει την πραγματικότητα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου